φυλλοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει φύλλα: Φυλλοφόρα δέντρα. 2. (ζωολ.), το αρσ. ως ουσ., φυλλοφόρος γένος εχινοδέρμων της Μεσογείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλοφόρον — φυλλοφόρος bearing leaves masc/fem acc sg φυλλοφόρος bearing leaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλοφόρους — φυλλοφόρος bearing leaves masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλοφόρων — φυλλοφόρος bearing leaves masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφυλλος — η, ο (Μ ἔμφυλλος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει φύλλα, ο γεμάτος με φύλλα, φυλλοφόρος, φυλλώδης … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
φυλλοφορώ — έω, ΜΑ [φυλλοφόρος] έχω φύλλα, σχηματίζω φύλλωμα … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek